- πορθητήριος
- -ία, -ον, Ναυτός που καταστρέφει, καταστρεπτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πορθῶ + επίθημα -τήριος (πρβλ. πολιορκη-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πορθητηρίοις — πορθητήριος ravaging masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)